- κιβωτοτετράπλευρος
- κιβωτοτετράπλευρος, -ον (Μ)(για οικοδομή) αυτή που έχει τέσσερεις πλευρές σε σχήμα κιβωτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + τετρά-πλευρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό … Dictionary of Greek